- συνεστραμμένος
- συστρέφωtwist upperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek
επταστρόβητος — ἑπταστρόβητος, ον (Μ) φρ. «ἑπταστρόβητον ὄρχημα» χορός με επτά συστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + στροβη τός «συνεστραμμένος» (< στροβώ «συστρέφω»)] … Dictionary of Greek
λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) … Dictionary of Greek
πολυστρεφής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές στροφές, πολλές καμπές («πολυστρεφής ποταμός», επιγρ.) 2. πολύ συνεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
πολύπλοκος — η, ο / πολύπλοκος, ον, ΝΜΑ 1. πολυσύνθετος, περίπλοκος 2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος 3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ. β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ. γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)… … Dictionary of Greek
πολύστρεπτος — ον, ΜΑ πολύ συνεστραμμένος, αυτός που έχει συστραφεί πολλές φορές μσν. 1. αυτός που έχει εντελώς ανατραπεί («ἐξέχεε χθονὶ κέρμα πολυστρέπτοιο τραπέζης», Νόνν.) 2. μτφ. ευμετάβλητος, άστατος («τὸ ἄστατον καὶ πολύστρεπτον τῆς θαλάσσης», Ιω. Λυδ.).… … Dictionary of Greek
πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… … Dictionary of Greek
σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… … Dictionary of Greek
στραγγαλιώδης — ῶδες, ΜΑ [στραγγαλιά] 1. σκόπιμα περίπλοκος και συγκεχυμένος («οὐδὲν σκοτεινὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «συνεστραμμένος» … Dictionary of Greek
στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… … Dictionary of Greek